„ερειπώνομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα ερειπώνομαι [eriˈponome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) verkommen verkommen ερειπώνομαι ερειπώνομαι