ερεθισμός
[ereθizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Reizungθηλυκό | Femininum, weiblich fερεθισμός γεν έξαψηερεθισμός γεν έξαψη
- Erregungθηλυκό | Femininum, weiblich fερεθισμός κ. σεξουαλικόςερεθισμός κ. σεξουαλικός
- Entzündungθηλυκό | Femininum, weiblich fερεθισμός ιατρική | Medizinιατρερεθισμός ιατρική | Medizinιατρ