εργαζόμενος
[erɣaˈzomenos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, εργαζόμενη, εργαζόμενοVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- berufstätigεργαζόμενοςεργαζόμενος
εργαζόμενος
[erɣaˈzomenos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Berufstätige(r)αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fεργαζόμενος σε αντίθεση με τον μη εργαζόμενοεργαζόμενος σε αντίθεση με τον μη εργαζόμενο
- Arbeitnehmerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fεργαζόμενος σε αντίθεση με τον εργοδότηεργαζόμενος σε αντίθεση με τον εργοδότη
ejemplos
- εργαζόμενοιπληθυντικός | Plural plArbeitskräfteπληθυντικός | Plural pl
- εργαζόμενηθηλυκό | Femininum, weiblich f εργοστασίουWerksangehörigeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- εργαζόμενηθηλυκό | Femininum, weiblich f με σύμβαση υπεργολαβίαςLeiharbeiterinθηλυκό | Femininum, weiblich f
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos