επιτελείο
[epiteˈlio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Gremiumουδέτερο | Neutrum, sächlich nεπιτελείοεπιτελείο
ejemplos
- επιτελείο κρίσηςKrisenstabαρσενικό | Maskulinum, männlich m