επιστρατεύω
[epistraˈtevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- mobilisierenεπιστρατεύω στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατεπιστρατεύω στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ