„επιστάτης“: αρσενικό επιστάτης [epiˈstatis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Aufpasser Aufpasserαρσενικό | Maskulinum, männlich m επιστάτης επιστάτης