„επισκευή“: θηλυκό επισκευή [episkjeˈvi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Reparatur Reparaturθηλυκό | Femininum, weiblich f επισκευή επισκευή ejemplos δίνω κάτι για επισκευή etwas in Reparatur geben δίνω κάτι για επισκευή