επισκεπτήριο
[episkjepˈtirio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Visitenkarteθηλυκό | Femininum, weiblich fεπισκεπτήριο κάρταεπισκεπτήριο κάρτα
- Besuchszeitθηλυκό | Femininum, weiblich fεπισκεπτήριο ώρες επισκέψεωνεπισκεπτήριο ώρες επισκέψεων