επιπλοκή
[epiploˈkji]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Komplikationθηλυκό | Femininum, weiblich fεπιπλοκή περιπλοκή ιατρική | Medizinιατρεπιπλοκή περιπλοκή ιατρική | Medizinιατρ