„επινόηση“: θηλυκό επινόηση [epiˈnoisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Erfindung Erfindungθηλυκό | Femininum, weiblich f επινόηση σύλληψη ιδέας επινόηση σύλληψη ιδέας