επιμήκυνση
[epiˈmikjinsi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Verlängerungθηλυκό | Femininum, weiblich fεπιμήκυνση η κατά μήκος αύξησηεπιμήκυνση η κατά μήκος αύξηση