„επιμένω“: μεταβατικό ρήμα | αμετάβατο ρήμα επιμένω [epiˈmeno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) bestehen, drängen, beharren bestehen (σε auf+δοτική | +Dativ +dat) επιμένω beharren επιμένω επιμένω drängen (για auf+αιτιατική | +Akkusativ +akk) επιμένω πιέζω επιμένω πιέζω ejemplos επιμένω σε pochen auf+αιτιατική | +Akkusativ +akk επιμένω σε επιμένω σε κάτι sich auf etwas+αιτιατική | +Akkusativ +akk versteifen επιμένω σε κάτι