„επικόλληση“: θηλυκό επικόλληση [epiˈkolisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Aufkleben Aufklebenουδέτερο | Neutrum, sächlich n επικόλληση επικόλληση