„επιείκεια“: θηλυκό επιείκεια [epiˈikjia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Nachsicht, Milde, Gnade Nachsichtθηλυκό | Femininum, weiblich f επιείκεια Mildeθηλυκό | Femininum, weiblich f επιείκεια Gnadeθηλυκό | Femininum, weiblich f επιείκεια επιείκεια