„επιδεκτικός“ επιδεκτικός [epiðektiˈkos], επιδεκτική, επιδεκτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) änderbar... ausbaufähig... gerinnungsfähig... ejemplos επιδεκτικός αλλαγής änderbar επιδεκτικός αλλαγής επιδεκτικός ανάπτυξης ausbaufähig, entwicklungsfähig επιδεκτικός ανάπτυξης επιδεκτικός πήξης gerinnungsfähig επιδεκτικός πήξης