επιδείνωση
[epiˈðinosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Verschlimmerungθηλυκό | Femininum, weiblich fεπιδείνωσηRückschlagαρσενικό | Maskulinum, männlich mεπιδείνωσηεπιδείνωση