επιβίβαση
[epiˈvivasi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Einsteigenουδέτερο | Neutrum, sächlich nεπιβίβαση σε λεωφορείοEinstiegαρσενικό | Maskulinum, männlich mεπιβίβαση σε λεωφορείοεπιβίβαση σε λεωφορείο
- Einschiffungθηλυκό | Femininum, weiblich fεπιβίβαση σε πλοίοεπιβίβαση σε πλοίο