επιβάλλω
[epiˈvalo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- durchsetzenεπιβάλλω την άποψή μουεπιβάλλω την άποψή μου
- aufzwingen, erzwingen, aufdrängenεπιβάλλω αναγκάζωεπιβάλλω αναγκάζω
- auferlegenεπιβάλλω εδραιώνω με τη βίαεπιβάλλω εδραιώνω με τη βία
- verhängenεπιβάλλω ποινήεπιβάλλω ποινή
- verordnenεπιβάλλω διατάζωεπιβάλλω διατάζω