επαναλαμβάνω
[epanalamˈvano]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- wiederholenεπαναλαμβάνωεπαναλαμβάνω
ejemplos
- επαναλαμβάνω κάτι μετά από κάποιονjemandem etwas nachsprechen