επίμαχος
[eˈpimaxos], επίμαχη, επίμαχοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- strittigεπίμαχοςεπίμαχος
ejemplos
- επίμαχο θέμαουδέτερο | Neutrum, sächlich nStreitfrageθηλυκό | Femininum, weiblich f