„εξισώνω“: μεταβατικό ρήμα εξισώνω [eksiˈsono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) ausgleichen, angleichen ausgleichen, angleichen εξισώνω εξισώνω