εξισορρόπηση
[eksisoˈropisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Ausgleichαρσενικό | Maskulinum, männlich mεξισορρόπησηεξισορρόπηση
ejemplos
- εξισορρόπηση λίπους ιατρική | MedizinιατρFetthaushaltαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- εξισορρόπηση πίεσηςDruckausgleichαρσενικό | Maskulinum, männlich m