„εξημμένος“ εξημμένος [eksiˈmenos], εξημμένη, εξημμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) erhitzt erhitzt εξημμένος εξημμένος