„εξελίσσω“: μεταβατικό ρήμα εξελίσσω [ekseˈliso]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) entwickeln entwickeln εξελίσσω εξελίσσω ejemplos εξελίσσω περαιτέρω weiterentwickeln εξελίσσω περαιτέρω