εξαφανισμένος
[eksafanizˈmenos], εξαφανισμένη, εξαφανισμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- verschwundenεξαφανισμένοςεξαφανισμένος
- ausgerottetεξαφανισμένος αφανισμένοςεξαφανισμένος αφανισμένος
- ausgestorbenεξαφανισμένος βιολογία | Biologieβιολεξαφανισμένος βιολογία | Biologieβιολ