εξασφάλιση
[eksaˈsfalisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Gewährleistungθηλυκό | Femininum, weiblich fεξασφάλιση κατοχύρωσηεξασφάλιση κατοχύρωση
- Absicherungθηλυκό | Femininum, weiblich fεξασφάλιση προστασίαεξασφάλιση προστασία