εξαρθρώνω
[eksarˈθrono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- εξαρθρώνω γόνατο, χέρι
- zerschlagenεξαρθρώνω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφεξαρθρώνω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ