„εξαπάτηση“: θηλυκό εξαπάτηση [eksaˈpatisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Betrug Betrugαρσενικό | Maskulinum, männlich m εξαπάτηση εξαπάτηση