εξαλείφω
[eksaˈlifo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- auslöschen, ausrottenεξαλείφω εξαφανίζωεξαλείφω εξαφανίζω
- abschaffen, beseitigenεξαλείφω καταργώεξαλείφω καταργώ
- verwischenεξαλείφω χρώμα, ίχνηεξαλείφω χρώμα, ίχνη
- ausgleichenεξαλείφω διαφορέςεξαλείφω διαφορές