„εξαερισμός“: αρσενικό εξαερισμός [eksaerizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Lüftung (Ent-)Lüftungθηλυκό | Femininum, weiblich f εξαερισμός εξαερισμός