„εξαγοράσιμος“ εξαγοράσιμος [eksaɣoˈrasimos], εξαγοράσιμη, εξαγοράσιμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) käuflich käuflich εξαγοράσιμος εξαγοράσιμος