„εξάπτω“: μεταβατικό ρήμα εξάπτω [eˈksapto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) entfachen, anregen entfachen εξάπτω εξάπτω anregen εξάπτω φαντασία εξάπτω φαντασία