„ενώνομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα ενώνομαι [eˈnonome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) sich zusammentun sich zusammentun ενώνομαι ενώνομαι