„ενότητα“: θηλυκό ενότητα [eˈnotita]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Einheit Einheitθηλυκό | Femininum, weiblich f ενότητα ενότητα