εντόσθια
[enˈdosθia]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Eingeweideπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplεντόσθιαInnereienπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplεντόσθιαεντόσθια