„ενσκήπτω“: αμετάβατο ρήμα ενσκήπτω [enˈskjipto]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) auftreten auftreten ενσκήπτω επιδημία ενσκήπτω επιδημία