„ενσάρκωση“: θηλυκό ενσάρκωση [enˈsarkosi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Inbegriff Inbegriffαρσενικό | Maskulinum, männlich m ενσάρκωση ενσάρκωση