„ενεργητικό“: ουδέτερο ενεργητικό [enerjitiˈko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Guthaben, Aktiva Guthabenουδέτερο | Neutrum, sächlich n ενεργητικό εμπόριο | Handelεμπ Aktivaπληθυντικός | Plural pl ενεργητικό εμπόριο | Handelεμπ ενεργητικό εμπόριο | Handelεμπ