„ενδεχόμενος“ ενδεχόμενος [enðeˈxomenos], ενδεχόμενη, ενδεχόμενοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) eventuell eventuell ενδεχόμενος ενδεχόμενος