„εμπορεύομαι“: αποθετικό ρήμα εμπορεύομαι [emboˈrevome]αποθετικό ρήμα | Deponens dep Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) handeln handeln (αιτιατική | Akkusativakk mit) εμπορεύομαι εμπορεύομαι