εμπιστεύομαι
[embisˈtevome]αποθετικό ρήμα | Deponens depVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- trauen (αιτιατική | Akkusativakk /δοτική | Dativ dat)εμπιστεύομαιvertrauen (αιτιατική | Akkusativakk /δοτική | Dativ dat auf+αιτιατική | +Akkusativ +akk)εμπιστεύομαιεμπιστεύομαι
- anvertrauen (κάτι σε κάποιον jemandem etwas)εμπιστεύομαι φανερώνω μυστικόεμπιστεύομαι φανερώνω μυστικό
- sich verlassen (αιτιατική | Akkusativakk auf+αιτιατική | +Akkusativ +akk)εμπιστεύομαι βασίζομαιεμπιστεύομαι βασίζομαι