„εμβάζω“: μεταβατικό ρήμα εμβάζω [emˈvazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) überweisen überweisen εμβάζω χρήματα εμβάζω χρήματα