Ελληνικά
[eliniˈka]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Griechischουδέτερο | Neutrum, sächlich nΕλληνικάΕλληνικά
ejemplos
- Νέα ΕλληνικάNeugriechischουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- στα Ελληνικάauf Griechisch