„ελιτίστικος“ ελιτίστικος [eliˈtistikos], ελιτίστικη, ελιτίστικοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) elitär elitär ελιτίστικος ελιτίστικος