ελαφρώνω
[elaˈfrono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- leichter machenελαφρώνω κάνω πιο ελαφρόελαφρώνω κάνω πιο ελαφρό
- erleichternελαφρώνω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφελαφρώνω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- mildernελαφρώνω πόνοελαφρώνω πόνο
ελαφρώνω
[elaˈfrono]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/iVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- leichter werdenελαφρώνω γίνομαι πιο ελαφρόςελαφρώνω γίνομαι πιο ελαφρός
- sich erleichert fühlenελαφρώνω νιώθω ελαφρωμένοςελαφρώνω νιώθω ελαφρωμένος