ελάφρυνση
[eˈlafrinsi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Entlastungθηλυκό | Femininum, weiblich fελάφρυνση γενErleichterungθηλυκό | Femininum, weiblich fελάφρυνση γενελάφρυνση γεν
- Milderungθηλυκό | Femininum, weiblich fπληθυντικός | Plural pl steuerliche Entlastungenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplελάφρυνση πόνουελάφρυνση πόνου