εκφυλισμός
[ekfilizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Entartungθηλυκό | Femininum, weiblich fεκφυλισμόςDegenerationθηλυκό | Femininum, weiblich fεκφυλισμόςεκφυλισμός
- Rückbildungθηλυκό | Femininum, weiblich fεκφυλισμός ιατρική | Medizinιατρεκφυλισμός ιατρική | Medizinιατρ