εκτροπή
[ektroˈpi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Abweichungθηλυκό | Femininum, weiblich fεκτροπή απομάκρυνση από την αρχική πορείαεκτροπή απομάκρυνση από την αρχική πορεία