εκτελώ
[ekteˈlo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- ausführen, durchführenεκτελώ εκτελώεκτελώ εκτελώ
- erfüllenεκτελώ εκπληρώνωεκτελώ εκπληρώνω
- darbietenεκτελώ θέατρο | Theaterθεατεκτελώ θέατρο | Theaterθεατ
- aufführenεκτελώ μουσεκτελώ μουσ
- vollstreckenεκτελώ νομικός όρος | Rechtswesenνομ απόφασηεκτελώ νομικός όρος | Rechtswesenνομ απόφαση
- hinrichten, exekutierenεκτελώ θανατώνωεκτελώ θανατώνω