„εκτίθεμαι“: μεσοπαθητικό ρήμα εκτίθεμαι [ekˈtiθeme]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) bloßgestellt werden bloßgestellt werden εκτίθεμαι εκτίθεμαι ejemplos εκτίθεμαι σε κίνδυνο sich einer Gefahr aussetzen εκτίθεμαι σε κίνδυνο